αμαρτία

αμαρτία
αμαρτία η κ. αμάρτημα το
грех, прегрешение, грехопадение:

τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;

ΦΡ.
το προπατορικό αμάρτημα — первородный грех
τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα — семь смертных грехов
είναι αμαρτία — грешно
πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдать
παίρνω πάνω μου την αμαρτία — брать на себя чей-то грех (ответственность за какой-либо проступок)
σιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих грехов
αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грех
ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)
αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα — дети страдают за грехи родителей
Этим.
дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»*

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμαρτία" в других словарях:

  • ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»